- στιβιλίς
- στιβιλίς, ίδος, ἡ, in pl.,= φῷδες, Sch.Ar.Pl.535.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στιβιλίς — ίδος, ἡ, Α στον πληθ. αἱ στιβιλίδες φλύκταινες … Dictionary of Greek
στιβιλίδας — στιβιλίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)